- παλάσσω
- (I)παλάσσω (Α)καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ' αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -άσσω (πρβλ. αιμ-άσσω, λαιμ-άσσω, σταλ-άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις λ. πάλη (II) «αλεύρι», παλύνω «πασπαλίζω» όσο και με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκοςπηλός και με το λιθουαν. pelke «έλος, τέλμα» δεν θεωρείται πιθανή].————————(II)παλάσσω (Α)(κυρίως στο μέσ. και παθ.) παλάσσομαια) (για πράγματα) i) διασκορπίζομαι μακριά, διασπείρομαι («ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο», Ομ. Ιλ.)ii) σχίζομαιβ) (ιδίως στον μέσ. παρακμ.) πεπάλαγμαι(για πρόσ. που τραβούσαν λαχνούς, κλήρους) πάλλω, κουνώ («τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πάλλω* (πρβλ. αιμάσσω). Εκτός από τον παρακμ. πεπάλαγμαι, μαρτυρείται και τ. πεπάλαχθε (πρβλ. παλαχή].
Dictionary of Greek. 2013.